συνώθηση

συνώθηση
η / συνώθησις, -ήσεως, ΝΑ [συνωθῶ]
συνωστισμός, στρύμωγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνωθήσῃ — συνωθήσηι , συνώθησις compulsio fem dat sg (epic) συνωθέω force together aor subj mid 2nd sg συνωθέω force together aor subj act 3rd sg συνωθέω force together fut ind mid 2nd sg συνωθέω force together aor subj mid 2nd sg συνωθέω force together… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωθισμός — ὁ, ΜΑ η ενέργεια τού συνωθίζω, συνώθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνωθῶ + κατάλ. ισμός* (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • συνωστισμός — ο, Ν [συνωστίζομαι] 1. συνώθηση μέσα σε πλήθος κόσμου, στρύμωγμα 2. συνεκδ. πυκνή συγκέντρωση ατόμων που σπρώχνονται ή στρυμώχνονται αμοιβαία, πυκνό πλήθος …   Dictionary of Greek

  • σφιγμός — ὁ, ΜΑ [σφίγγω] μσν. συνώθηση, σπρώξιμο («ὁ κόσμος ὅλος παρῆν, ὠς καὶ πάντα στενοχωρεῑσθαι τῷ ὄχλῳ καί τινας καὶ ἐκλιπεῑν τῷ πολλῷ τοῡ σφιγμοῡ», Ευστ.) αρχ. σφίξιμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”